Κασετινά με δύο από τα μεγαλύτερα έργα του κορυφαίου Έλληνα συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη.
… Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες
… Εκείνοι που ανέλαβαν να παίξουν το ρόλο του Θεού πριμοδότησαν και τους θανάτους-τιμωρία των αναμνήσεών τους. Θάνατος προσώπων από ένα υγρό, αμύθητο παρελθόν, ευτράπελο όσο και τρομακτικό, προσκολλημένο στα τέλη της δεκαετίας του ’40.
Τότε που ο θίασος της Μαρίκας Σουέζ περιόδευε με τρέλα και αυταπάρνηση στις ιαματικές λουτροπηγές μιας εξαθλιωμένης από τους πολέμους Ελλάδας. Για τον Στάθη, που κόντευε τα εξήντα, με παράστημα αλά Κλιντ Ίστγουντ, όπως αρμόζει σε διασωθέντα ήρωα, όλα αυτά ήταν γρίφος. Όμως όσο κι αν το πήρε αψήφιστα, ασφαλισμένος στο χλιαρό παρόν του, συνεχίζοντας δηλαδή να εκδίδει επιμελώς μοναχικά το μελισσοκομικό περιοδικό του -μέρος κι αυτό της αλυσιδωτής περιπέτειας- χρειάστηκε να μπει στη λογική του φόβου και στα “επιμέρους” μιας ηθελημένα ξεχασμένης περιόδου. Ίσως της πιο ανεξέλεγκτα ασύδοτης. Γεμάτης πάθος, παράλογη βία, έρωτες, παραστάσεις με ομοιοκατάληκτα δράματα, όπως “Η Παναγιά τιμωρεί το Κρεμλίνο” – αινίγματα φωσφορούχα στα μάτια ενός μικρού αγοριού που βιαζόταν να μεγαλώσει. Έτσι άνοιξε η επικίνδυνη χαραμάδα στο “ιαματικό” παρελθόν, μπάζοντας ταυτόχρονα ανέμους με αλήθειες και υστερικά συναισθήματα, φορτωμένα τα εύσημα της αγάπης, του μίσους αλλά και της μεγάλης νοσταλγίας που υφαίνει το δέρμα του ανήσυχου ύπνου.
Ο χάρτινος Σεπτέμβης της καρδιάς μας
… Το ταραγμένο καλοκαίρι του 1974, η μεταπολίτευση κι εμείς. Εμείς ολομόναχοι στον έρωτα, στη ζωή, στον θάνατο και στους μεγάλους αποχαιρετισμούς. Τότε που ήμασταν ακόμη νέοι, αλλά έπρεπε να αποκτήσουμε γρήγορα τη σοφία των δοκιμασμένων – και περισσότερο εγώ που, όπως έλεγε και η Φανή, κυνηγούσα τα φαντάσματα της αγάπης μέσα στα παραμύθια μιας ένοχης αθωότητας… Μα δεν γινόταν ν’ απαρνηθώ τη ζωή μου στο άψε σβήσε, τόσο γρήγορα, με το πρόσχημα της ενηλικίωσης. Κι εξάλλου ήθελα να ζήσω το δράμα αυτής της περίφημης “ενηλικίωσης” σ’ όλη του την έκταση, για να μάθω, επιτέλους, ποιο ήταν το άλλοθι για τόσα “συναισθηματικά τιμήματα”. Κάποτε, όμως, άρχισα να μεγαλώνω πραγματικά και μόνο τότε ταξινόμησα εκείνες τις σκόρπιες μέρες του “Χάρτινου Σεπτέμβρη”, που πέρασε κι έφυγε μέσα απ’ τα πιο λαμπερά καλοκαίρια μας, λογαριάζοντάς τον σαν μήνα του φθινοπώρου από συνήθεια ημερολογιακή…
Γιάννης Ξανθούλης (Συγγραφέας)
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπούδασε δημοσιογραφία και σχέδιο. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο. Ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο. Έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Μερικά απ΄ αυτά: “Μέσα στο νερό δασκάλα”, “Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο”, “Ο μάγος με τα χρώματα”, “Τύμπανο, τρομπέτα και κόκκινα κουφέτα”, “Μια τρελή τρελή πολυκατοικία”. Σατυρικά κείμενα και θεατρικά έργα του – περισσότερα από τριάντα – παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Ασχολήθηκε για αρκετά χρόνια με την επιθεωρησιογραφία. Το 1981 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, “Ο μεγάλος θανατικός”, και ακολούθησαν: “Οικογένεια μπες-βγες”, 1982, “Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα”, 1984, “Ο Σόουμαν δε θα ΄ρθει απόψε”, 1985, “Το πεθαμένο λικέρ”, 1987, “Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας”, 1989, “Το ρόζ που δεν ξέχασα”, 1991, “Η εποχή των καφέδων”, 1992, “Η Δευτέρα των αθώων”, 1994, “Το τρένο με τις φράουλες, 1996, “…Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες”, 1998, “Ο Τούρκος στον κήπο”, 2001, “Το τανγκό των Χριστουγέννων”, 2003, “Ο θείος Τάκης”, 2005, “Του φιδιού το γάλα”, 2007. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, ιαπωνικά, δανέζικα, και σε άλλες γλώσσες. Πρόσφατα εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό του αφήγημα “Στην κουζίνα των φαντασμάτων” (από τη σειρά: “Η κουζίνα του συγγραφέα” των εκδόσεων Πατάκη), καθώς και μια ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων με θέμα την Κωνσταντινούπολη (“Κωνταντινούπολη: Μια πόλη στη λογοτεχνία”, Μεταίχμιο, 2004). Ζει στην Αθήνα και είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.