“Ήταν 3 Δεκεμβρίου. Η βροχή δεν είχε σταματήσει στιγμή. Πέρασαν ακριβώς είκοσι μέρες, από τις 13 Νοεμβρίου, τη μέρα του συμβάντος, κι άλλο ένα πελώριο 3 στο ημερολόγιο – τότε δολοφονήθηκε η πρώτη ηλικιωμένη γυναίκα, κοντά στην εκκλησία Σαίν-Σωβέρ, λίγα βήματα πέρα απ’ το κανάλι.
“Με θεωρείται τρελό, μανιακό, διεστραμμένο (τον είπαν μάλιστα και σεξουαλικά διεστραμμένο ενώ καμιά απ’ τις ηλικιωμένες γυναίκες δεν είχε βιαστεί). Κάνετε λάθος. Είμαι ένας άντρα με απόλυτα σώας τας φρένας. “Αν οι πράξεις μου δεν σας φαίνονται φυσιολογικές, είναι επειδή δεν γνωρίζετε. Και, δυστυχώς, για τη δική μου προσωπική ασφάλεια, δεν μου επιτρέπεται να σας ενημερώσω. Θα καταλάβετε. Υπάρχουν επτά γυναίκες στον κατάλογο και ο αριθμός δεν καθορίστηκε τυχαία. Δρω πολύ λογικά, γιατί πρέπει. Θα το αντιληφθείτε μετά το θάνατο της έβδομης. Γιατί μετά δεν θα συμβεί τίποτα. Η Λα Ροσσέλ θα ξαναβρεί την ηρεμία της”.
Στην παραθαλάσσια κωμόπολη Λα Ροσσέλ έχουν δολοφονηθεί με στραγγαλισμό έξι γυναίκες. Η πόλη ζει μέσα στον τρόμο. Ο πιλοποιός Λεόν Λαμπέ ζει πάνω από το καπελάδικό του. Είναι ένας ευυπόληπτος πολίτης που δεν δημιουργεί υποψίες. Περνάει ανενόχλητος όλα τα μπλόκα της αστυνομίας. Συχνάζει στο Καφέ ντε Κολόν κάθε βράδυ, όπου συναντά τον γιατρό, τον γερουσιαστή, τον αστυνομικό επιθεωρητή και άλλους, που παίζουν μπρίτζ. Προκαλεί έναν νεαρό ασκούμενο δημοσιογράφο της τοπικής εφημερίδας, στέλνοντας ανώνυμα σημειώματα όπου αναγγέλλει τους φόνους του. Στραγγαλίζει με μια χορδή βιολοντσέλου, όπου έχει δέσει δύο ξυλαράκια στις άκρες της. Ο μόνος που έχει καταλάβει ότι ο κύριος Λαμπέ είναι ο δολοφόνος είναι ένας ραφτάκος από την Αρμενία, που κατοικεί απέναντί του. Και παίζουν ένα παιχνίδι γάτας με το ποντίκι.
Πρόκειται για ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά μυθιστορήματα του Σιμενόν, με τη βαθιά ανατομία της κοινωνίας της γαλλικής επαρχίας. Ο Κλωντ Σαμπρόλ έκανε μία από τις ωραιότερες μεταφορές βιβλίου του Σιμενόν στον κινηματογράφο, το 1982, παίζοντας με αναφορές στην ‘Ψυχώ’ του Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστούν ο σπουδαίος ηθοποιός Μισέλ Σερρώ, που μεταφέρει όλη την κοινοτοπία, τη ρηχότητα και τη μετριότητα του δολοφόνου, και ο Σαρλ Αζναβούρ, θαυμάσιος στο ρόλο του ράφτη Κασουντάς.
Georges Simenon (Συγγραφέας)
Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη “Γκαζέτ ντε Λιέζ”. Το πρώτο του μυθιστόρημα, που το υπέργραψε με το ψευδύνυμο George Sim, με τίτλο “Στο γεφύρι του Αρς” εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ’ τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο “λαϊκό” του μυθιστόρημα, “Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου”. Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις “Φαγιάρ” για να πάει στις εκδόσεις “Γκαλλιμάρ”, όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο “Υπαγορεύσεις” του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα “Memoires intimes” (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Αργυρώ Μακάρωφ (Μεταφραστής)