Πάνω απ’ όλα με είλκυε η τέχνη της κοπτικής και της ραπτικής. Υπήρχε μία εξήγηση. Όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου έπρεπε να εγχειριστεί στο στομάχι, πράγμα που απαιτούσε μακρόχρονη μετεγχειρητική ανάπαυση. Ο πατέρας μου δούλευε. Έτσι με έδωσαν στην κόρη μιας θείας μου. Η Νίκη, μοδίστρα, έμενε σε ένα ημιυπόγειο που ένα τμήμα του είχε μεταμορφωθεί σε εργαστήριο. Στον μεγάλο χώρο, γεμάτο κούκλες, τραπέζια, ραπτομηχανές, κουβαρίστρες, ψαλίδια, μεζούρες, βελόνες, καρφίτσες, πατρόν, κάμποτα κι όλων των ειδών τα υφάσματα, η Νίκη έκοβε κι έραβε με τη βοήθεια δύο βοηθών, ενώ μια χοντρή γάτα πηδούσε από δω κι από κει και το κουδούνι χτύπαγε συνεχώς : πελάτισσες ή πλασιέ υφασμάτων. Ήμουν στη χώρα των θαυμάτων.
Ο ΝΙΚΟΣ ΛΥΓΓΟΥΡΗΣ με τις Εφτά ιστορίες της άνοιξης στήνει το δικό του θαυμαστό ατελιέ. Σχεδιάζει, κόβει και ράβει με μαστοριά τις αλλόκοτες φιγούρες των ηρώων του, τους δίνει ζωή και μετά τις απιθώνει προσεχτικά στα κρυστάλλινα ράφια των διηγημάτων του. Ένας νεαρός φοιτητής που χάνει τη μνήμη του και την ξαναβρίσκει μπροστά σε έναν καθρέφτη που βγάζει μουσική. Μια μικρή παξιμαδοκλέφτρα στην Αθήνα του 1900 που ονειρεύεται να γίνει γιατρός. Ένα κατάμαυρο τριαντάφυλλο που η ευωδιά του γιατρεύει τις ανθρώπινες στενοχώριες. Και ακόμα, ο Φρόυντ, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Ρακίνας και ο Νοβάλις. Πολύτιμα εκθέματα ενός ιδιότυπου μουσείου μυθοπλασίας.
– ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ