Όταν ξανάπιασα στα χέρια μου την «Κυρία Μποβαρύ» είναι αδύνατον να μην είχα πια αποκτήσει δύο βεβαιότητες: η μία ότι ήξερα πια τι είδους συγγραφέας επιθυμούσα να γίνω κάποτε και η άλλη πως, από την στιγμή εκείνη και εφ’ όρου ζωής, θα παρέμενα ερωτευμένος με την Έμμα Μποβαρύ. Εφεξής, εκείνη θα ήταν για μένα «η ερωτευμένη όλων των μυθιστορημάτων, η ηρωίδα όλων των δραμάτων, το ασαφές “εκείνη” όλων των ποιητικών συλλογών».
Αυτή η Νορμανδή χωριατοπούλα έχει αποκτήσει μια δημοτικότητα άνευ προηγουμένου, η οποία δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης· πιθανότατα μάλιστα, τα χρόνια που μας έρχονται θα συνεχίσει να ανεβαίνει. Έχει θαυμαστές, άνδρες και γυναίκες, ποικίλης κοινωνικής προέλευσης και μορφωτικού επιπέδου: σοβαροί καθηγητάδες αφιέρωσαν την ζωή τους στην μελέτη της «Κυρίας Μποβαρύ»· νεαροί εικονοκλάστες προτίθενται να κατεδαφίσουν όλη την λογοτεχνία του παρελθόντος και να κτίσουν μια νέα, με θεμέλια αυτό ακριβώς το βιβλίο· ηθικολόγοι που είχαν επικρίνει αυστηρά την Έμμα μετανοούν και πασχίζουν να εξιλεωθούν γράφοντας περισπούδαστους τόμους που προορίζονται για βάθρο του αγάλματός της. Θα ’πρεπε να ζηλεύω, αλλά, όπως κάποιους διεστραμμένους γέροντες με νεαρές συζύγους, με κολακεύει τα μέγιστα αυτή η επίμονη πολιορκία της, αυτή η ομόθυμη λατρεία προς αυτήν, αυτή η μαζική διέγερση να βρίθει γύρω απ’ το κορίτσι που αγαπώ. Ξέρω πως σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, όπου διάγω τον δικό μου βίο, καμιά δεν θα μπορούσε να μου δώσει πιο πολλά απ’ όσα μου έδωσε εκείνη.
(Από τον Πρόλογο του Μάριο Βάργκας Λιόσα)
Μείζον έργο της γαλλικής λογοτεχνίας, η «Κυρία Μποβαρύ» είναι «ένα βιβλίο για το τίποτα», σύμφωνα με το ιδεώδες του δημιουργού του, το οποίο, ωστόσο, είναι ένα βιβλίο για τα πάντα: για τον έρωτα και την αναζήτηση της ευτυχίας, για τα απραγματοποίητα όνειρα, για τις ψευδαισθήσεις, για την αδυναμία και την ανοησία των ανθρώπων, για την απόσταση που χωρίζει τη φαντασία και τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα, για την επαρχία και τα ήθη της, για τον άνθρωπο που είναι τα πάντα και τίποτε μαζί, και βέβαια για τον θάνατο. Αδυσώπητο σαν τραγωδία και καυστικό σαν κωμωδία, διαθέτει ένα φοβερό όπλο: το ύφος. Χρησιμοποιώντας τα ακριβότερα υλικά της γαλλικής γλώσσας, ο Φλωμπέρ κατασκευάζει μια πεζολογική αφήγηση που ισοδυναμεί με ποίηση, ένα μυθιστόρημα που γίνεται έργο τέχνης, στιβαρό και ταυτόχρονα αιθέριο.
Πρόκειται για έναν μηχανισμό ακριβείας που επιφυλάσσει συνεχείς εκπλήξεις κατά την ανάγνωση, ένα παιχνίδι αντίλαλων απ’ άκρου εις άκρον. Αλλά και μια λογοτεχνική ματιά στην ανάγνωση και στη συγγραφή ως δυνατότητες υπέρβασης.
Gustave Flaubert (Συγγραφέας)
Ο Γκυστάβ Φλομπέρ, γιος του χειρουργού Ασίλ Φλομπέρ και της Ζυστίν Φλεριό, γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας. Η κλίση του προς την λογοτεχνία ήταν έντονη και από τα δεκατέσσερά του χρόνια άρχισε να γράφει αφηγήματα. Η οικογένειά του τον προόριζε για νομικές σπουδές στο Παρίσι, ωστόσο η αποτυχία στις εξετάσεις, οι συχνές κρίσεις επιληψίας και προπάντων η βαθιά του επιθυμία να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, δεν του επέτρεψαν να τις ολοκληρώσει. Έζησε ως επί το πλείστον μακριά από το θόρυβο της πρωτεύουσας, στο Κρουασέ, κοντά στη μητέρα και στην αγαπημένη ανιψιά του, με μικρά διαλείμματα στην ασκητική ζωή που είχε επιλέξει τις τακτικές επισκέψεις στο Παρίσι, για να βλέπει τους φίλους του: τον Γκοτιέ, τον Τουργκιένιεφ, τον Ρενάν, τον Ζολά, τη Γεωργία Σάνδη, τη Λουίζ Κολέ, μεταξύ άλλων, με τους οποίους διατήρησε πολύχρονη αλληλογραφία. Έκανε επίσης ευάριθμα ταξίδια: από το 1849 έως το 1851, μαζί με τον φίλο του Μαξίμ ντυ Καν ταξίδεψαν στη Μέση Ανατολή, ενώ γνωστό είναι και το πέρασμά του από την Ελλάδα. Επιστρέφοντας άρχισε να γράφει τη “Μαντάμ Μποβαρύ”, την οποία θα ολοκληρώσει και θα εκδώσει έξι χρόνια αργότερα, το 1857. Μακρόχρονη και κοπιώδης ήταν και η συγγραφή όλων των άλλων έργων του, “Μαντάμ Μποβαρύ”, “Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου”, “Αισθηματική αγωγή”, “Απλή καρδιά”, “Μπουβάρ και Πεκυσέ” κ.ά. Γενναιόδωρος με τους ομοτέχνούς του, αφοσιωμένος στους ανθρώπους που αγάπησε, θυσίασε τη μικρή περιουσία του για να στηρίξει τους συγγενείς του και πέθανε φτωχός το 1880. Εκτός από την περιπετειώδη σχέση του με τη Λουίζ Κολέ, και κάποιες τρυφερές φιλίες, ο Φλομπέρ φύλαξε πιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτα των δεκαέξι χρόνων του για την κυρία Σλεζενζέ, που τον απαθανάτισε στην “Αισθηματική αγωγή”.
Μαρίνα Κουνεζή (Μεταφραστής)