Υπάρχουν βιβλία που συντονίζουν τον βηματισμό τους με αυτόν της Ιστορίας. Άφαντα και σιωπηλά όταν η καθίζηση του ιστορικού χρόνου στο αιώνιο παρόν του δεσποτισμού στενεύει τον ιστορικό ορίζοντα, επανέρχονται ξανά και ξανά κάθε φορά που η περιπέτεια της ανθρώπινης ελευθερίας ξαναρχίζει μέσα στον «υπέροχο θόρυβο των κάθετων καταστροφών: των επαναστάσεων». Το Ιστορία και ταξική συνείδηση ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Τα δοκίμια που το συνθέτουν, γραμμένα το 1923, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύκλου των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, διατηρούν σήμερα, καθώς μια νέα εποχή ταραχών αναγγέλλεται παντού, μια ζωντάνια αξιοσημείωτη. Προσπερνώντας εύκολα κάποιες διατυπώσεις που απορρέουν από το κλίμα της εποχής, όπως για τη σημασία του κόμματος ή της ιστορικής αποστολής του προλεταριάτου, θεωρήσεις όπως ότι η διαλεκτική μέθοδος υφίσταται μόνο ως άρση των αντιφάσεων που δημιουργεί ο καπιταλισμός· ότι η κριτική της τεχνικής ορθολογικότητας ως αλλοτριωτική συνθήκη είναι επείγουσα και δεσμευτική· ότι η θεωρία οφείλει να νοείται ως πρακτική αλήθεια που δοκιμάζεται στην εμπρόθετη δράση των υποκειμένων· ότι η άρση της αντίθεσης υποκειμένου-αντικειμένου επιτυγχάνεται μόνο εντός αλληλέγγυων κοινωνικών σχέσεων και ποτέ εκμεταλλευτικών· ότι η κριτική υφίσταται πάντοτε ως ολότητα, ειδάλλως αποτυγχάνει· ότι καθώς ο πολιτικός νεοφιλελευθερισμός τείνει προς την έννοιά του, οτιδήποτε του αντιτίθεται θα καθίσταται παράνομο· ότι η αποδοχή αυτής της παρανομίας είναι ζωτικής σημασίας για την κριτική της ολότητας επανεγγράφονται σήμερα στο καθεστώς της συνείδησης που αναγνωρίζει τον εαυτό της πέραν της καπιταλιστικής απαξίωσης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνικότητας, ακόμα και της ίδιας της ζωής.
Ένα τέτοιο βιβλίο διαβάζεται με τις ποιότητες που συγκροτούν τον ίδιο τον ιστορικό χρόνο· στο παρελθόν ως το ιστορικό ντοκουμέντο που ίδρυσε το ρεύμα του δυτικού μαρξισμού το οποίο επηρέασε τον Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος και τον Μανχάιμ στο Ιδεολογία και Ουτοπία, έργο που επηρέασε τον φιλόσοφο Λισιέν Γκολντμάν και τον επαναστάτη Γκι Ντεμπόρ, για να αναφέρουμε ελάχιστες χαρακτηριστικές περιπτώσεις· σήμερα, καθώς οι συνθήκες της πραγμοποίησης ενισχύονται και επεκτείνονται, ακόμα μια φορά ως θεωρία της πράξης της αποπραγμοποίησης, μιας πράξης απελευθερωτικής που θα πρέπει συνειδητά να μας οδηγεί σε ένα διανοητό μέλλον. Το 1967 στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης του βιβλίου ο Λούκατς αναγνώρισε μεθοδολογικά σφάλματα που την εποχή της συγγραφής του δεν θα μπορούσε να τα γνωρίζει. Έναν χρόνο μετά, κατά τη διάρκεια των ταραχών του Μάη του ’68, παραδέχτηκε ότι όσο τα θέματα που πραγματεύεται στο βιβλίο του –η αλλοτρίωση και οι πιθανές μέθοδοι και τακτικές για να απαλλαγούμε απ’ αυτήν– θα παραμένουν η βασική κοινωνική συνθήκη, το βιβλίο του θα διαβάζεται, θα ερμηνεύεται και θα χρησιμοποιείται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δέκα, πενήντα ή εκατό.
Georg Lukács (Συγγραφέας)
Ο Γκυόρκυ Λούκατς (Gyorgy Lukacs, 1885-1971) προερχόταν από εύπορη αστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής την εποχή της Αυστρουγγαρίας. Γεννήθηκε στη Βουδαπέστη από πατέρα τραπεζίτη. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης και του Βερολίνου και το 1906 ανακηρύχθηκε διδάκτορας φιλοσοφίας. Το 1914 προσχώρησε στο ουγγρικό κομμουνιστικό κόμμα. Από το 1945 χρημάτισε καθηγητής αισθητικής στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Υπέρμαχος της αποσταλινικοποίησης, το 1956 χρημάτισε υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Νάγκι, μετά την πτώση της οποίας αυτοεξορίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα. Στα βασικότερα έργα του συγκαταλέγονται: “Η ψυχή και οι μορφές” (1911), “Το ιστορικό μυθιστόρημα” (1936), “Ο Γκαίτε και η εποχή του” (1946), “Ο νεαρός Χέγκελ και το πρόβλημα της καπιταλιστικής κοινωνίας” (1948), “Η καταστροφή του Λόγου” (1954), “Σολζενίτσιν” (1964).
Ευαγγελία Τόμπορη (Μεταφραστής)