Δίψα για εκδίκηση, αιματοβαμμένα στιλέτα, φονικά δηλητήρια και πλείστες περιπέτειες κυριαρχούν σε τούτο το βιβλίο, αναδεικνύοντας έναν διαχρονικό δημιουργό που επεξεργάστηκε θέματα υψηλής δραματικότητας για να παρουσιάσει ανάγλυφο και παλλόμενο το όραμα της πιο παράφορης ζωής. Ο Σταντάλ, κορυφαίος εκπρόσωπος του ρεαλισμού στον 19ο αιώνα, διείσδυσε με απαράμιλλη οξυδέρκεια στην ψυχολογία των ηρώων του. Το σκηνικό όπου εκτυλίσσονται οι αφηγήσεις αυτής της συλλογής είναι μία εξιδανικευμένη εκδοχή της Ιταλίας, η οποία για τον ίδιο είχε παραμείνει ανόθευτη από τις ηθικές αναστολές και τον κομφορμισμό της μπουρζουαζίας. Από την ασφυκτική ατμόσφαιρα των αριστοκρατικών μοναστηριών μέχρι τις φρικαλεότητες της οικογένειας Τσέντσι, στα Ιταλικά χρονικά παρακολουθούμε ανθρώπους παθιασμένους, αχαλίνωτους, αφιερωμένους στο λεγόμενο κυνήγι της ευτυχίας. Ιστορίες βίαιες και τραγικές, εμπνευσμένες οι περισσότερες από πραγματικά γεγονότα, με τον Σταντάλ να χρησιμοποιεί ακριβώς το παρελθόν ως καμβά προκειμένου να εξετάσει τις ακραίες συμπεριφορές των χαρακτήρων του, τον αγώνα τους ενάντια στην κυριολεκτική και μεταφορική καταπίεση, την προσπάθειά τους να κατακτήσουν την ελευθερία. «Στην Ιταλία λοιπόν και μόνο τον δέκατο έκτο αιώνα μπόρεσε να εμφανιστεί, για πρώτη φορά, αυτός ο παράξενος χαρακτήρας. Μόνο στην Ιταλία και στον δέκατο έβδομο αιώνα μια πριγκίπισσα έλεγε, τρώγοντας ένα απολαυστικό παγωτό το απόγευμα μιας πολύ ζεστής ημέρας: Τι κρίμα που δεν είναι αμαρτία!» «— Τι συμβαίνει πάλι; φώναξαν οι γυναίκες. »— Είναι δειλία και ντροπή, απάντησαν, να σκοτώσουμε έναν καημένο γέρο που κοιμάται! Ο οίκτος μάς εμπόδισε να το κάνουμε. Ακούγοντας αυτή τη δικαιολογία, η Μπεατρίτσε κυριεύτηκε από αγανάκτηση και άρχισε να τους βρίζει, λέγοντας: »— Λοιπόν, τι άντρες είστε εσείς που, αν και προετοιμαστήκατε γι’ αυτή την πράξη, δεν έχετε το θάρρος να σκοτώσετε κάποιον που κοιμάται! Αν ήταν ξύπνιος, θα τολμούσατε ακόμη λιγότερο να τον κοιτάξετε καταπρόσωπο! Τολμάτε να παίρνετε χρήματα και να ενεργείτε έτσι! Ε, λοιπόν! αφού η δειλία σας το θέλει, εγώ θα σκοτώσω τον πατέρα μου, κι όσο για σας, δεν θα ζήσετε πολύ ακόμα!»
Stendhal (Συγγραφέας)
Ο Σταντάλ (ψευδώνυμο του Henri Beyle) γεννήθηκε στη Γκρενόμπλ το 1783 και πέρασε μια ζωή γεμάτη περιπλανήσεις και ερωτικά πάθη. Από το Παρίσι στο Μιλάνο, κι από κει με τις στρατιές του Ναπολέοντα στη Γερμανία, τη Ρωσία, την Αυστρία. Μετά την Παλινόρθωση του 1814 βρέθηκε και πάλι στην Ιταλία, απ΄ όπου απελάθηκε εφτά χρόνια αργότερα ως ύποπτος κατασκοπείας. Από το 1821 ως το 1830 στο Παρίσι πάλι, είδαν το φως τα πρώτα του μυθιστορήματα, η “Αρμάνς” (1827) και “Το κόκκινο και το μαύρο” (1829). Το 1831 η Ιουλιανή Μοναρχία τον διόρισε πρόξενο στην Τσιβιταβέκκια, κοντά στη Ρώμη, όπου έμεινε ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε από αποπληξία το 1842. Αρκετά νωρίτερα είχε προφτάσει να συνθέσει το επιτύμβιό του: “Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα”.
Μαρία Παπαδήμα (Μεταφραστής)
Η Μαρία Παπαδήμα διδάσκει μετάφραση στο τμήμα γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κύρια πεδία των επιστημονικών της ενασχολήσεων: η γαλλόφωνη λογοτεχνία, η λογοτεχνική μετάφραση και το έργο του Φερνάντο Πεσσόα. Καθώς και τα έργα των Οκτάβιο Πας, Σάμουελ Μπέκετ, Κώστα Αξελού, Μπλαιζ Σαντράρ, Μπαλζάκ, Φιλίπ Νεμό, μεταξύ άλλων, για τις εκδόσεις “Εξάντας”, “Ύψιλον”, “Εστία” κ.ά. Έχει εκδώσει μια ανθολογία βελγικού γαλλόφωνου διηγήματος στις εκδόσεις “Περίπλους”. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και έχει δώσει διαλέξεις για τη μετάφραση και τη λογοτεχνία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ συνεργασίες της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά “Ποίηση” και “Μετάφραση”.