Τα κείµενα του συλλογικού αυτού τόµου αναδεικνύουν τα διλήµµατα και τους περιορισµούς που ανακύπτουν όταν το πεδίο της κοινωνικής έρευνας, ιδίως αυτό των έµφυλων ανισοτήτων, διαµεσολαβείται από τα καίριας σηµασίας και αλληλένδετα ζητήµατα της ακουστότητας, της αναπαράστασης, της αφήγησης, αλλά και της απήχησης και της δηµόσιας λογοδοσίας. Στόχος των συγγραφέων είναι να προαγάγουν τον κριτικό ρόλο που µπορεί να επιτελέσει µια κριτική δηµόσια ανθρωπολογία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για διαχρονικά και κοινωνικά ευαίσθητα ζητήµατα που αφορούν το πώς (ανα)παράγεται η ευαλωτότητα συγκεκριµένων κοινωνικών οµάδων, αλλά και η δοµική βία και η βιοπολιτική εξουσία, όπως και οι θεσµικοί αποκλεισµοί και η καταπάτηση των δικαιωµάτων, τα προσωπικά και συλλογικά πολιτικά αδιέξοδα, οι κοινωνικές ανισότητες και οι πολλαπλές ενσαρκώσεις και σωµατοποιήσεις της αίσθησης αδικίας που περιρρέει στην «ατµόσφαιρα» της καθηµερινής ζωής και συµπαρασύρει το «πυκνό πεδίο» της έµφυλης βίας. Υπό αυτή την έννοια, µας παρακινούν να ξανα-φανταστούµε και να ξανα-προσδιορίσουµε τόσο τον «δηµόσιο» χαρακτήρα της ερευνητικής µας παρέµβασης, δίνοντας έµφαση στον κριτικό ρόλο της θεωρίας και της εθνογραφίας, όσο και το ίδιο το «δηµόσιο» πεδίο, ειδικά όταν αυτό διαµεσολαβείται από πολλαπλές µορφές και τάσεις βίαιης αποσιώπησης και αορατοποίησης των συνθηκών εκείνων που συνεχώς προσπαθούν να καταστήσουν κάποιες ζωές (α)διανόητες και (µη) βιώσιµες.
Ο παρών συλλογικός τόµος ευελπιστούµε ότι θα αποτελέσει ένα σηµαντικό εγχειρίδιο που θα συµβάλει σε συζητήσεις σχετικά µε τον µεθοδολογικό ρόλο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και τον κριτικό δηµόσιο χαρακτήρα που µπορεί να πάρει µέσα από την επιτόπια έρευνα σε ζητήµατα έµφυλης βίας και ανισοτήτων, όπως και υπό το πρίσµα της µελέτης κειµένων, εµπειριών και βιωµάτων που έχουν καθορίσει την αναλυτική σκοπιά της φεµινιστικής, κουίρ, µεταποικιακής και διαθεµατικής θεωρίας και πρακτικής, ανοίγοντας αυτά τα πεδία, και κατά συνέπεια και εµάς, σε άλλες προοπτικές.