ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μια φωνή αναδύεται από το βαθύ πηγάδι. Είναι η φωνή της Τζούλιας-alter ego της συγγραφέως μας και είναι το πηγάδι που εντός του οι εξαναγκασμοί και οι θελήσεις των άλλων την έριξαν, αφού υπέκυψε στις αδήριτες κοινωνικές συμβάσεις της εποχής διαμόρφωσης του μέλλοντός της. Υπέκυψε; Κατά μία παραδοξότητα που ίσχυσε -χάρις στην οποία απολαμβάνουμε αυτό το έργο-, η φωνή από τα έγκατα δεν σβήνει με τον χρόνο και δεν χάνεται σιγά-σιγά στα βάθη του πηγαδιού: αντίθετα, ανεβαίνει και δυναμώνει, ακούγεται ολοένα και πιο καθαρά και να την τώρα, έφτασε στο χείλος! Η φωνή έχει ειρμό, δυναμισμό και ένταση, γίνεται διήγηση και πλέκει τον καμβά των ιστοριών της χαμένης ζωής τόσων και τόσων ανθρώπων που, κατά τη νομοτέλεια που διέπει την ανθρώπινη κατάσταση, υπέκυψαν στη μοίρα τους, άτυχοι, ανυπεράσπιστοι, αδύναμοι, άβουλοι, μοιραίοι.
Αλλά η διήγηση έχει και έναν στόχο – και δεν χρειάζεται να το κρύψει: οικοδομεί βήμα-βήμα ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους ανθρώπους και τις καταστάσεις του παρελθόντος, μέσα από την ανάδειξη της πολύχρονης, πεισματικής, ανυποχώρητης προσπάθειας της ασυνήθιστης ηρωίδας να αναμετρηθεί με τα άκαμπτα εμπόδια των «πρέπει» των άλλων και τις συντριπτικές δαγκάνες της πραγματικότητας του Δημοσίου, να τα παραμερίσει και να ξεφύγει.
Χρησιμοποιώντας τον καμβά των ιστοριών που ύφανε η εμπειρία της, τοποθετεί τον εαυτό της συμπαθητικά αλλά και αντιθετικά προς τους άλλους, με μέσο ένα λόγο έντονα συναισθηματικό αλλά και διανθισμένο με χιούμορ, όπου οι εναλλαγές του γκροτέσκου και του θλιβερού, του κωμικού και του τραγικού συντηρούν το ενδιαφέρον και παρασύρουν τον αναγνώστη στη συμμετοχή του στα πάθη της διήγησης.
Από τα καπνοχώραφα και την καταφρόνια, θεραπαινίδα της Υγείας και μετά της Πρόνοιας, η ηρωίδα-συγγραφέας είδε τη ζωή κατάματα σε όλο της το φάσμα. Είδε τιποτένιους σε μεγάλα πόστα, είδε ευγενικές και αρχοντικές φυσιογνωμίες να πένονται. Είδε κατεστραμμένες υπάρξεις να αφανίζονται, απατεώνες να θριαμβεύουν. Βίωσε τη ματαίωση που στις δουλειές που υπηρέτησε ενεδρεύει και κατατρώει τις ψυχές των συνεπών, με ορατό τον κίνδυνο της συντριβής. Δεν πτοήθηκε όμως: Υπηρετώντας το αδηφάγο και πνευματοκτόνο Δημόσιο, έχει το θάρρος «να τα πει». Κι αν ένα «δίδαγμα» απορρέει από όλα αυτά, δεν είναι άλλο από τη φράση που γέννησε η εμπειρία από την ιστορία της Λητώς (του δεύτερου πιο σημαντικού προσώπου του βιβλίου): «Πριν φτάσει η αχτίδα του ήλιου στη γη, μη βγάζεις συμπεράσματα για το τι θα φέρει».
ΠΡΟΣΩΠΑ
Ελένη Πατίδου (Συγγραφέας)
Η Ελένη Πατίδου του Γεωργίου και της Αικατερίνης, γεννήθηκε το 1967 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε μέχρι τα δεκαοκτώ της χρόνια στο Αιγίνιο Πιερίας. Τελείωσε τη Νοσηλευτική στο ΤΕΙ της Λάρισας εξειδικεύτηκε στις μεταγγίσεις αίματος και εργάστηκε σε διάφορα νοσοκομεία της Ελλάδας για δεκατρία χρόνια. Ταυτόχρονα σπούδασε Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, έχοντας δύο κατευθύνσεις στη Σχολική-Εξελικτική και στην Κοινωνική-Κλινική Ψυχολογία. Έκανε τις Μεταπτυχιακές της σπουδές στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας “Διοίκηση υπηρεσιών Υγείας”. Μέχρι τη συγγραφή του έργου εργάζεται ως Ψυχολόγος στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Ζει ως μόνιμος κάτοικος της Θεσσαλονίκης μαζί με τον σύζυγό της και την κόρη της. Το βιβλίο “Οι Ιστορίες μου οι Μοίρες μου” είναι το δεύτερο συγγραφικό της έργο, μετά τη συγγραφή του εκπαιδευτικού έργου “Η Τσάντα της Συναισθηματικής Νοημοσύνης”, αυτοέκδοση, 2008. Κείμενα, άρθρα και έρευνές της είναι δημοσιευμένα ηλεκτρονικά ή έντυπα σε περιοδικά κι εφημερίδες