«Είναι όμορφη η Κερύνεια, γιαγιά μου;» τη ρώτησα δειλά δειλά.
Η γιαγιά χαμογέλασε. «Είναι η πιο όμορφη πόλη απ’ όλες, αγόρι μου! Ακόμα και τις πιο συννεφιασμένες μέρες, αυτή λάμπει σαν τον ήλιο» μου απάντησε παίρνοντάς με μια μεγάλη αγκαλιά.
«Πότε θα με πας στην Κερύνεια, γιαγιά;»
«Σύντομα, αγόρι μου, στο υπόσχομαι! Κι όταν έρθει εκείνη η ευλογημένη μέρα κι επιστρέψουμε, λεύτεροι πια, θα έρθουμε να σε πάρουμε μαζί με τον παππού και θα κινήσουμε για την Κερύνειά μας. Θα πάμε στο λιμάνι μας, θα καθίσουμε διπλά στη δική μας θάλασσα και θα δούμε μαζί την ανατολή του ήλιου. Θα σε πάω παντού, αγόρι μου! Μέχρι τον Πενταδάκτυλο να μαζέψουμε κυκλάμινα… 50 χρόνια φέτος, 50 ευχές, και θα κάνω κι άλλες τόσες αν χρειαστεί… μέχρι να επιστρέψουμε πίσω!»