Εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό του Απρίλη, του 1850, ο Γιάγκος Τούχας, ένας μπαρουτοκαπνισμένος πολεμιστής του 1821, θ’ ανηφορίσει με τη δεκαεξάχρονη εγγόνα του προς την πλακιώτικη πλατεία. Εκεί, στο καφενείο «Ο γενναίος Έλλην», σύχναζαν παρέες νεαρών φοιτητών, που δημιουργούσαν πηγαδάκια σφοδρής αντιπαράθεσης, ενόψει του αποκλεισμού των ελληνικών λιμανιών από τον αγγλικό στόλο. Αυτές οι παρέες πήραν το προσωνύμιο «παιδιά της Πλάκας», εξαιτίας, κυρίως, μιας παρέας που εντυπωσίαζε με τις απόψεις και τις υποσχέσεις της ν’ αντιμετωπίσει τους Άγγλους στην περίπτωση που αυτοί ανέβαιναν στην Αθήνα. Ο καπετάν Γιάγκος προσδοκούσε να βρει στις αντιπαραθέσεις απαντήσεις σε ερωτήματα που του δημιούργησε η επαναστατική του δράση, ενώ την Ελένη την παρακινούσε ο έρωτάς της για έναν πρωταγωνιστή εκείνων των αντιπαραθέσεων. Και μόνον η φήμη ότι οι Άγγλοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και κατευθύνονταν προς την Αθήνα θα έχει απρόσμενα αποτελέσματα για τις υποσχέσεις, τις προσδοκίες και τους έρωτες.
Τα «παιδιά της Πλάκας» αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που επαναπροσδιόρισε το νόημα της λέξης «Πλάκα»· από τοπωνύμιο την κατίσχυσε σε προσδιορισμό συμπεριφοράς. Εδώ πρόσωπα και γεγονότα είναι φανταστικά, συναρθρώνονται, όμως, με αληθινά.
Δημήτρης Μάρτος (Συγγραφέας)
Ο Δημήτρης Μάρτος σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία και Πολεοδομικό Σχεδιασμό στη Ρώμη. Ζει και εργάζεται στη Βέροια ως Αρχιτέκτων Μηχανικός. Η συγγραφική του δραστηριότητα περιστράφηκε κυρίως γύρω από το φαινόμενο του γιγαντισμού της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους και των επιπτώσεών του στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική συγκρότηση και εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Με τη μελέτη του, πάνω στο φαινόμενο των μηχανισμών ανάδειξης, επιλογής και επιβολής της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους και ως νέου πολιτικού, γεωγραφικού και ιδεολογικού κέντρου του ελληνισμού, ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίού Θεσσαλονίκης.