Αύγουστος του 1912, λίγο πριν το ξέσπασµα του Α΄ Βαλκανικού Πολέµου. Η δεκαπεντάχρονη Υβόννη µένει ορφανή µετά τον ύποπτο θάνατο της µητέρας της και βρίσκεται αντιµέτωπη µε έναν εχθρικό περίγυρο και ένα αβέβαιο µέλλον που αποφασίζει να πάρει στα χέρια της. Με τη βοήθεια του βουλευτή Ιωσήφ Βαφόπουλου εγκαταλείπει το νησί της για να εργαστεί στην Αθήνα ως συνοδός της θείας του, της Ειρήνης Ρήγου, ελπίζοντας ότι εκεί θα βρει τον δρόµο για τη ζωή που της αξίζει.
Όµως η ιστορία της εποχής συµπλέκεται µε τα οικογενειακά µυστικά, τις ατοµικές τραγωδίες, τους πόθους και τις ραδιουργίες των ανθρώπων που την περιβάλλουν και η Υβόννη οδηγείται σε γνώσεις και αποφάσεις που δεν θα φανταζόταν ποτέ. Εναντιώνεται σε κάθε συνωµοσία που την απειλεί κρυµµένη στο παρόν της ή στο παρελθόν των άλλων, ανακαλύπτει τον υπόγειο ρόλο του άντρα που τη βοήθησε και µαθαίνει να µισεί όσο χρειάζεται για να γίνει η ίδια µηχανορράφος και τιµωρός.
Το µυθιστόρηµα “Την εποχή που τα φίδια αλλάζουν δέρµα” είναι ο καθρέφτης ενός κόσµου πλάνης και υποκρισίας, όπου οι ήρωες κινούνται στα όρια του κυνισµού και της σκληρότητας, καθώς ελίσσονται και µεταµορφώνονται ακατάπαυστα, αλλά και µια γλαφυρή απεικόνιση της ζωής στην αριστοκρατική Αθήνα των αρχών του εικοστού αιώνα.
————-
Κι όταν της διάβαζε, δεν έδειχνε ούτε ευχαριστηµένη ούτε δυσαρεστηµένη. Τίποτα δεν έδειχνε. Κανένα συναίσθηµα, ακόµα κι αν η ιστορία βρισκόταν στο πιο κρίσιµο σηµείο. Μόνο την κοίταζε διερευνητικά, αδιάκριτα. Κι αν τη σταµατούσε για να µιλήσει, έµοιαζε σαν να σκεφτόταν και κάτι άλλο. Ένιωθε απέχθεια για τους αισθηµατίες και τους ροµαντικούς, «οι αισθηµατολογίες είναι κουραστικές και άχρηστες και τη ζωή την παίρνεις καταπώς έρχονται τα πράγµατα», επισήµαινε µε αυστηρότητα, σαν να ευθυνόταν η Υβόννη όποτε τύχαινε και ξέφευγε προς τα κει η υπόθεση. Μια οργή κρυβόταν στα λόγια της Ειρήνης, τα µάτια της σκοτείνιαζαν και την έπιανε τρεµούλα, όπως όταν νευριάζεις γιατί θυµάσαι κάτι που δεν θες. «Σταµάτα», έλεγε και ήταν δυσάρεστη κι απωθητική η σιωπή που µεσολαβούσε, µέχρι να συνεχίσουν. Αυτό το απαγορευµένο και το απόκρυφο, που την εξέθετε ακόµα στα µάτια του εαυτού της, θα το έκανε βούκινο η Υβόννη όταν το µάθαινε, λίγα χρόνια αργότερα, βγάζοντας όλο το άχτι της για όσα υπέµενε εκείνες τις ώρες.
Μαρώ Κάργα (Συγγραφέας)
H Μαρώ Κάργα γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1963 στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Μύρινα (Κάστρο) της Λήμνου. Οι δικοί της πήγαν εκεί από τη Σμύρνη, το Αϊβαλί, την Πόλη και την Αλεξάνδρεια. Τελειώνοντας στη Θεσσαλονίκη τις σπουδές της στα παιδαγωγικά, προχώρησε σε συστηματική σπουδή σχεδίου και ζωγραφικής. Διδάχτηκε την τέχνη της νωπογραφίας δίπλα στον Τηνιακό Νικόλαο Γαΐτη, μαθητή και συνεργάτη του Φώτη Κόντογλου, και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη συντήρηση οροφογραφιών για μικρό διάστημα στη Σύρο. Επίσης έκανε γλυπτική σε μάρμαρο στο εργαστήρι του γνωστού γλύπτη Πέτρου Δελλατόλα. Έργα της έχουν εκτεθεί σε δημοτικούς χώρους και γκαλερί σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Άνδρο, Λέσβο, Σύρο, Χίο, Νάξο, Μύκονο και Λήμνο. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται και ως εκπαιδευτικός σε δημοτικά σχολεία της Τήνου. Το “Αχγιάτ Ανχάρ” αποτέλεσε το πρώτο της μυθιστόρημα.