ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το Γαλάτσι από την δημιουργία του ως Αθηναϊκός Οικισμός στις αρχές του 1900, ως τις μέρες μας -ως το 1974 ο πρώτος τόμος, ως το 2000 ο παρών δεύτερος τόμος- ξετυλίγεται στις σελίδες των βιβλίων αυτών.
Πώς ήταν ο χώρος στις αρχές του 20ού Αιώνα;
Πότε και από πού ήρθαν οι πρώτοι έποικοι;
Γιατί διάλεξαν το Γαλάτσι και πώς μπόρεσαν να ριζώσουν πάνω στο βράχο;
Ποιες οι ασχολίες και ποια τα σημάδια που άφησαν πίσω τους;
Πώς προέκυψε η σημερινή πολεοδομική κατάσταση που μας ταλαιπωρεί;
Πώς προέκυψε και πότε άρχισε να χρησιμοποιείται το όνομα ΓΑΛΑΤΣΙ;
Πώς προέκυψαν οι μεγάλες ιδιοκτησίες;
Από το σημείωμα του συγγραφέα:
“…γύρισα έναν αιώνα πίσω, στην οικιστική απαρχή αυτού του συγκεκριμένου χώρου, και άρχισα να αναζητώ το πώς ήταν η περιοχή, ποιοι την πρωτοκατοίκησαν και από πού ήρθαν, γιατί την επέλεξαν για κατοικία τους, ποιες οι δυσκολίες της εγκατάστασής τους, οι ασχολίες τους, πώς προέκυψε το όνομα Γαλάτσι. Πώς εξημέρωσαν και μεταμόρφωσαν ένα ανέγγιχτο φυσικό περιβάλλον σε αστικό χώρο. Ποια τα σημάδια που άφησαν στο πέρασμά τους. Τι σώθηκε, τι καταστράφηκε και γιατί. Τελευταίο ακολουθούσε αυτό που γέννησε την ιδέα αυτού του βιβλίου και συνοψιζόταν στο ερώτημα: Μπορούσε το Γαλάτσι να είναι διαφορετικό; Πιο ανθρώπινο; Έτσι, ανοίχτηκα στα βαθιά για να παρακολουθήσω το Γαλάτσι από τις απαρχές του και τους Γαλατσιώτες που το «ανακάλυψαν» και το «κατέκτησαν»”.
Το σημερινό Γαλάτσι, όπου η καθημερινότητα βιώνεται με αρνητικά αισθήματα και απογοητεύει τους Γαλατσιώτες, είναι το αποτέλεσμα όσων έγιναν, του τρόπου που έγιναν και όσων, αν και απολύτως αναγκαία και εφικτά δεν έγιναν.
Μέσα στο κλίμα που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο αναφοράς του Β’ Τόμου, επώνυμοι και μη, από όλους τους πολιτικούς χώρους, προσπαθήσαμε κατ’ επανάληψη αλλά δεν καταφέραμε να αρθούμε από τις κομματικές, ιδεολογικές και προσωπικές αναφορές μας και να συμφωνήσουμε σε ένα «κοινό ελάχιστο», απαραίτητο για την ανατροπή του δημαρχιακού καταστημένου που, στη κυριολεξία, «γειώθηκε» στο Γαλάτσι.
Ευθύνες, συνεπώς, ανιχνεύονται σε όλους όσοι, στα τριάντα (30) αυτά χρόνια, συμβάλαμε θετικά ή αρνητικά στη διαμόρφωση αυτού του κατεστημένου και ξεχωριστά στον καθέναν από εμάς που, από διάφορες θέσεις, είχαμε ενεργό ρόλο στις τοπικές υποθέσεις…
Στις σελίδες του παρόντος Β’ τόμου αναδεικνύονται οι χαμένες ευκαιρίες της Μεταπολίτευσης που, και σε τοπικό επίπεδο, σε πολλές πόλεις του Τόπου μας θα είχαν διαμορφώσει διαφορετικές συνθήκες ζωής για τους κατοίκους τους.
ΠΡΟΣΩΠΑ
Νέστορας Χατζούδης (Συγγραφέας)
Ο Νέστορας Χατζούδης γεννήθηκε το 1939 στο χωριό Αδάμ του Νομού Θεσσαλονίκης. Από αγροτική αριστερή οικογένεια πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στις σκληρές συνθήκες της γερμανικής και βουλγάρικης κατοχής, της εμφύλιας σύγκρουσης και στη συνέχεια των πολιτικών και κοινωνικών διακρίσεων των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων. Τελείωσε το Γυμνάσιο και πήρε το πτυχίο του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού από τη νεοσύστατη τότε Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης. Δραστηριοποιήθηκε πολιτικά μέσα από την ΕΔΑ και με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 εντάχτηκε στο αντιστασιακό Κίνημα μέσα από τις Οργανώσεις του ΚΚΕ, συνελήφθηκε από την Χούντα και φυλακίστηκε ως το 1973. Παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Γαλάτσι με τη γαλατσιώτισσα δικηγόρο Σοφία Γρατσία, που και η ίδια διώχθηκε από το χουντικό καθεστώς και απέκτησαν δύο παιδιά. Πήρε ενεργό μέρος στη Γαλατσιώτικη πολιτική σκηνή και ως μέλος του ΚΚΕ συνέβαλε στη δημιουργία του δημοτικού Συνδυασμού “Δημοκρατική Συνεργασία” όλων των δημοκρατικών και αριστερών κομμάτων με επικεφαλής τον Β. Παπαδιονυσίου, που κέρδισε πανηγυρικά τις πρώτες μεταχουντικές δημοτικές εκλογές. Υπηρέτησε το Γαλάτσι από την θέση του Δημοτικού Συμβούλου και του Γεν. Γραμματέα του Δήμου. Ως Δημοτικός Σύμβουλος αλλά και ως ενεργός πολίτης ασχολήθηκε συστηματικά για τη διάσωση των εκτός Σχεδίου δασικών – αναδασωτέων εκτάσεων του Κτήματος Βέικου και των Τουρκοβουνίων και συνέβαλλε με ιδιαίτερη επιμονή και ένταση στην προβολή του αιτήματος για αναδάσωση και κοινωνική αξιοποίησή τους. Αρθρογραφεί στο τοπικό Τύπο για θέματα τοπικού ενδιαφέροντος και πολιτικής επικαιρότητας και τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την έρευνα της εξέλιξης του Γαλατσίου κατά τον 20ό αιώνα.