ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Χρόνια ολόκληρα, η Λουίζ έψαχνε επίμονα τη θέση της χωρίς ποτέ να τη βρει. Χαμένη σ’ έναν κόσμο που δεν τον καταλάβαινε, γραπώθηκε απελπισμένα από την πρώτη τυχούσα γυναίκα, και αυτή κατέληξε να τής τη φέρει. Μόνη, σκλήραινε μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, όπου μάταια προσπαθούσε να μάθει τους κανόνες του παιχνιδιού. Μάλλον δεν γνώριζε τίποτα για τον πατέρα της. Από μικρή, ήδη, θα έπρεπε να αναρωτιέται γιατί η μητέρα της δεν ήταν σαν τις άλλες, γιατί οι δυό τους ζούσαν διαφορετικά απ’ τους γείτονες.[…]—Είναι όμορφη, συμφωνείτε ;Δεν ήταν η λέξη που έψαχνε ο Μαιγκρέ, ούτε αυτή που αντιστοιχούσε ακριβώς στην πραγματικότητα. Η κοπέλα, σίγουρα, ήταν όμορφη, όμως υπήρχε κάτι παραπάνω, που ήταν δύσκολο να το προσδιορίσει. Ο φωτογράφος είχε καταφέρει να δώσει ζωή σ’αυτά τα μάτια που έμοιαζαν να κάνουν μία ερώτηση που παρέμενε όμως αναπάντητη. Σε δύο εκτυπώσεις φορούσε το μαύρο της φόρεμα, σε μία άλλη το καφέ καρώ παλτό και στην τελευταία ήταν με το βραδινό. Τη φανταζόσουν στους δρόμους του Παρισιού, όπου υπήρχαν τόσες κοπέλες σαν την ίδια, να στριμώχνεται ανάμεσα στο πλήθος, να σταματάει για να χαζέψει λίγο τις βιτρίνες και να συνεχίζει το δρόμο της για ένας Θεός ξέρει πού. Είχε κάποτε έναν πατέρα, μία μητέρα, αργότερα, στο σχολείο, συμμαθήτριες. Στη συνέχεια, κάποιοι άνθρωποι τη γνώρισαν νεαρή κοπέλα, γυναίκες, άνδρες. Τους είχε μιλήσει. Τη φώναζαν με το όνομά της. Όμως, τώρα ήταν νεκρή, κανείς δεν φαινόταν να τη θυμάται, κανείς δεν ανησυχούσε, ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ επιχειρεί να ανασυνθέσει τις τελευταίες μέρες και ώρες στη ζωή μιας κοπέλας που βρέθηκε νεκρή μια νύχτα στους δρόμους του Παρισιού. Προσπαθεί να μπει στη θέση της και να φανταστεί τι σκέψεις και τις πράξεις της. Τον ενδιαφέρει ο χαρακτήρας του θύματος, ψάχνει να γνωρίσει και να καταλάβει την κοπέλα, θέτοντας ερωτήματα σε όσους τη συνάντησαν. Το ενδιαφέρον του Μαιγκρέ για το θύμα τον οδηγεί σε μια συναισθηματική ταύτιση μαζί του. Μια από τις δυνατότερες ιστορίες του Σιμενόν με τον Μαιγκρέ.
ΠΡΟΣΩΠΑ
Georges Simenon (Συγγραφέας)
Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη “Γκαζέτ ντε Λιέζ”. Το πρώτο του μυθιστόρημα, που το υπέργραψε με το ψευδύνυμο George Sim, με τίτλο “Στο γεφύρι του Αρς” εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ΄ τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο “λαϊκό” του μυθιστόρημα, “Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου”. Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις “Φαγιάρ” για να πάει στις εκδόσεις “Γκαλλιμάρ”, όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο “Υπαγορεύσεις” του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα “Memoires intimes” (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Αργυρώ Μακάρωφ (Μεταφραστής)