Το Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες
€10.90 Original price was: €10.90.€9.81Η τρέχουσα τιμή είναι: €9.81.
Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Βάρος | 0.459 kg |
---|---|
Σελίδες |
80 |
Εκδότης | |
Έτος κυκλοφορίας | |
Συγγραφέας |
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (Συγγραφέας)
Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο. Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ο Kαβάφης ζήτησε στα νιάτα του να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και “να μπει στα πολιτικά”, “μα τα παραίτησεν” για να να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία (μέχρι το 1922) ως έμμισθος υπάλληλος “εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Yπουργείον των Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου”, όπως ο ίδιος προσδιόρισε τη βιοποριστική του εργασία σ’ ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμά του. Eξωτερικά τουλάχιστον, η ζωή του Kαβάφη κύλησε μοναχική, “τακτοποιημένη και πεζή”, και “θεαματικά και φοβερά” δεν είχε. Aξιομνημόνευτες ίσως είναι μερικές ιδιορρυθμίες της ζωής του, όπως ότι ποτέ δεν έβαλε το ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, και φώτιζε με τα θρυλικά κεριά· ή ότι άφησε πεθαίνοντας μικρή αλλά όχι ασήμαντη περιουσία, καθώς και ένα συναφές μνημόνιο για τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες -κυρίως όμως ένα ποιητικό Aρχείο τακτοποιημένο με τη φροντίδα άριστου υπαλλήλου, έτοιμο να δεχθεί τους μελετητές του έργου του. Tέλος είναι πασίγνωστη η ερωτική του ιδιαιτερότητα: τον υποπτεύονταν (κι άλλοι πάλι είσαν ή είναι βέβαιοι) για την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο K.Θ. Δημαράς έγραψε για την “μονήρη ικανοποίηση”. Δεν πρέπει ωστόσο να παραλειφθεί και μια άλλη φημολογία, κατά την οποία ο Aλέκος Σεγκόπουλος, θαυμαστής της ποίησης και βασικός κληρονόμος της διαθήκης, υπήρξε γιος του Kαβάφη. Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Tην ίδια εκείνην αφοσίωση υποδηλώνει και η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Kαβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε, και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες “συλλογές” (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του. Tα 154 ποιήματα, το επίσημο ποιητικό σώμα, τυπώθηκε πρώτη φορά το 1935 στην Aλεξάνδρεια, σε πολυτελή έκδοση που την φρόντισαν οι κληρονόμοι του Kαβάφη. Tο έργο αποκαταστάθηκε φιλολογικά με τη γνωστή δίτομη έκδοση του “Ίκαρου” που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1963. Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στο περιοδικό “Παναθήναια” (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Aπό τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Mπέρτολντ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς “Tρώες”.
Ανδρέας Καρκαβίτσας (Συγγραφέας)
O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της “Λυγερής” (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της “Εστίας” τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του “Ο ζητιάνος” το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο “Αθήναι”, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο “Σ’ Ανατολή και Δύση” και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων “Λόγια της πλώρης” (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος “αειφυγία”). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου.
Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα “Πάσχα στα πέλαγα” και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία (“Διηγήματα για τα παλικάρια μας” και “Διηγήματα του γυλιού”), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον “Αρματωλό”, μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη “Το ταξίδι μου”), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας “Η Εθνική Γλώσσα” (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη “Λυγερή” (1890) και κορυφαία έκφραση τον “Ζητιάνο” (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή “Τα λόγια της πλώρης” του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του “Ο αρχαιολόγος” (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα βλ. Καλαντζοπούλου Βίκυ, “Καρκαβίτσας Ανδρέας”, στο “Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό”, τ. 4., Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Ξύδης Θεόδωρος, “Καρκαβίτσας Ανδρέας”, στη “Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, τ. 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Σταυροπούλου Έρη, “Ανδρέας Καρκαβίτσας”, στο “Η παλαιότερη πεζογραφία μας · από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο”, τ. Η’ (1880-1900), σ.174-217, Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Τσούρας Νίκος Α., “Βιοχρονολόγιο του Αντρέα Καρκαβίτσα”, περιοδικό “Νέα Εστία”, τ. 128, ετ. ΞΔ΄, 15/9/1990, αρ.1517, σ.1199-1201.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Κώστας Γ. Καρυωτάκης (Συγγραφέας)
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια, αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την οποία και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: Κάθαρσις). Γι΄ αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει. To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: “Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων”, η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμιτικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικο “Η Γάμπα”, που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του. Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα “Νηπενθή”. Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, “Ελεγεία και Σάτιρες”. Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ΄ αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα Πρέβεζα). Στις 21 Ιουλίου θέτει τέρμα στη ζωή του.
Πλάτων Ροδοκανάκης (Συγγραφέας)
Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919). Ο Πλάτων Ροδοκανάκης, γιος του δικηγόρου Παναγιώτη Σουλιώτη και της Δέσποινας Ροδοκανάκη, γεννήθηκε στη Σμύρνη και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο Κορδελιό. Φοίτησε στη θεολογική σχολή της Χάλκης, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του για να έρθει στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αρχικά στην Ακρόπολι και στη συνέχεια σε άλλες εφημερίδες. Διευθυντής επιδομάτων για τα θύματα του πρώτου Βαλκανικού πολέμου από το 1913, προσχώρησε τρία χρόνια αργότερα στη βενιζελική παράταξη και το 1917 ανέλαβε τη διεύθυνση του βυζαντινού τμήματος στο Υπουργείο Παιδείας. Είχε νωρίτερα δημοσιεύσει διηγήματα βυζαντινής θεματικής στην εφημερίδα Εστία και ολοκληρώσει τη μελέτη Η βασίλισσα και αι βυζαντιναί αρχόντισσαι. Πέθανε στην Αθήνα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1908 με την έκδοση της συλλογής πεζοτράγουδων De profundis ενώ παράλληλα κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με την Ακρόπολι δημοσίευσε σε συνέχειες το αυτοβιογραφικό κείμενο Το φλογισμένο ράσο. Ακολούθησαν εκδόσεις ποιημάτων και πεζών του, ενώ ασχολήθηκε και με τη θεατρική γραφή. Το 1912 ο θίασος της Κυβέλης Αδριανού ανέβασε τα μονόπρακτα έργα του Ο Πιερότος – Η θεατρίνα και Το Τσακάλι και πέντε χρόνια αργότερα ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ανέβασε τον Άγιο Δημήτριο. Ο Πλάτων Ροδοκανάκης τοποθετείται χρονικά στο τέλος της λεγόμενης λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Η γραφή του κινείται στα πλαίσια του αισθητισμού, με αναφορές στο έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, του Ντʼ Αννούντσιο, του πρώιμου Νίκου Καζαντζάκη, του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και τη φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε. Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, κατηγορήθηκε για λογοκλοπία από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο για το βιβλίο του Το βυσσινί τετράδιο και απέφυγε την καταδίκη με την παρέμβαση του Κωστή Παλαμά. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πλάτωνα Ροδοκανάκη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Ροδοκανάκης Πλάτων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Γαραντούδης Ευριπίδης – Μέντη Δώρα, «Πλάτων Ροδοκανάκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας ΙΑ΄ (1900-1914), σ.194-211. Αθήνα, Σοκόλης, 1998, Ευαγγελίδης Τρ.Ε., «Ροδοκανάκης Πλάτων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21. Αθήνα, Πυρσός, 1933 και Σολωμονίδης Χρήστος Σ., «Ροδοκανάκης – Σουλιώτης Πλάτων», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Νίκος Κ. Νικολαΐδης (Συγγραφέας)
Νίκος Νικολαΐδης (περ.1884-1956). Ο Νίκος Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία, πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Νικολάου και της συζύγου του Ειρήνης. Έχασε τους γονείς του σε ηλικία έξι χρόνων και μεγάλωσε κοντά σε μια θεία του. Για λόγους οικονομικής ανέχειας άρχισε να δουλεύει από παιδί με αποτέλεσμα να μη μπορέσει να φτάσει παρά στην τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Αρχικά μαθήτευσε σε βιβλιοδετείο και στη συνέχεια στράφηκε στην αγιογραφία, με την οποία ασχολήθηκε και επαγγελματικά, αναλαμβάνοντας εικονογραφήσεις εκκλησιών και μοναστηριών, πορτραίτα, τοπιογραφίες, μακέτες και διακοσμήσεις κατά παραγγελία. Το 1907 έμεινε για λίγους μήνες στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα ως ακροατής στη Σχολή Καλών Τεχνών, και στη συνέχεια ταξίδεψε σε χώρες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, καλύπτοντας τα έξοδά του από την τέχνη του. Μετά το τέλος των ταξιδιών του έζησε στην Αθήνα (1915-1919), τη Λεμεσό (1919-1923, ως καθηγητής ιχνογραφίας στην Ιδιωτική Σχολή Ξένων Γλωσσών και Ελληνικών Μαθημάτων και συνεργάτης του περιοδικού “Αβγή”) και τέλος στο Κάιρο, όπου έγραψε και εξέδωσε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του και πέθανε στο Κοινοτικό Νοσοκομείο Καΐρου. Ο Νίκος Νικολαΐδης πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1908 στην Αθήνα με τη δημοσίευση των αφηγημάτων “Προσευχή” και “Τα δεσμά” και του ποιήματος “Του βράχου οι ανεμώνες” στο περιοδικό Α.Ο.Δ.Ο. ( = “Από όλα διά όλους”) του Βλάση Γαβριηλίδη. Την περίοδο εκείνη συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα “Πανελλήνια Επιθεώρηση”, “Νέα Ζωή”, “Σεράπιον”, “Γράμματα”, “Βωμός”, “Νέα Επιθεώρηση”, “Κυπριακά Γράμματα” και την εφημερίδα “Ακρόπολις”, δημοσιεύοντας κείμενα αρχικά στην καθαρεύουσα και στη συνέχεια στη δημοτική. Παράλληλα ήρθε σε επαφή με τον κύκλο του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και πήρε μέρος στην ίδρυση του πολιτιστικού συλλόγου “Η Δράσις”. Την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1919 με την έκδοση του ονειροδράματος “Το γαλάζιο λουλούδι”, που παραστάθηκε με επιτυχία από το θίασο Αιμίλιου Βεάκη – Χριστόφορου Νέζερ στην Αλεξάνδρεια τέσσερα χρόνια αργότερα, με σκηνικά και μουσική του ίδιου του Νικολαΐδη. Ακολούθησαν εκδόσεις ποιημάτων, διηγημάτων και μυθιστορημάτων, αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια στο Κάιρο. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά. Ο Νίκος Νικολαΐδης ανήκει στη μεσοπολεμική γενιά της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όσο ζούσε έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από την κριτική. Το πρωτόλειο θεατρικό έργο του “Το γαλάζιο λουλούδι” χαρακτηρίζει η τάση φυγής από την πραγματικότητα, μέσω του λυρικού στοιχείου και της έμμετρης γραφής. Τα πεζά ποιητικά του έργα, χαρακτηρίζουν επιδράσεις από τα λογοτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και του εξωτισμού, ενώ στην τελευταία του συλλογή “Το βιβλίο του μοναχού”, στρέφεται προς το σατιρικό στίχο με έντονα καυστική διάθεση. Το πεζογραφικό του έργο διατηρεί από την ποίηση τη μουσική διάσταση του λόγου και η γραφή του, ρεαλιστική στο γενικό της πλαίσιο με στοιχεία υπέρβασης της πραγματικότητας ωστόσο, διακρίνεται κυρίως για την ενάργεια της γλώσσας και την οξύτατη ψυχογραφική διείσδυση του συγγραφέα στο χώρο του ασυνειδήτου των ηρώων του. Στο “Στραβόξυλο” (1922) συναντάμε για πρώτη φορά έντονη την τάση του Νικολαΐδη να εισαγάγει αυτοβιογραφικά στοιχεία στα έργα του, αλλά και να τους δώσει μια διάσταση κοινωνικού προβληματισμού και διδακτισμού, προσπάθεια η οποία ευοδώθηκε κυρίως στο τελευταίο του έργο, το μυθιστόρημα “Τα τρία καρφιά”. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Νικολαΐδη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, “Νικολαΐδης Νίκος”, στη “Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας{, τ. 10, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., Καρακάσης Σταύρος, “Η ζωή και το έργο του Νίκου Νικολαΐδη”, Αθήνα, Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, 1953, Κουδουνάρης Αριστείδης, “Νικολαΐδης Νίκος”, στο “Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων 1800 – 1920”, Λευκωσία, 1995 (Γ’ έκδοση), Κρανιδιώτης Νίκος, “Νικολαΐδης Νίκος”, στο “Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό”, τ. 7, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Νικολαΐδης Κώστας, “Χρονολόγιο Νίκου Νικολαΐδη (1884-1956)”, “Νέα Εποχή”, τ. 211 (Λευκωσία), 11-12/1991, σ.5-16, και Κατσιγιάννη Άννα, “Νίκος Νικολαΐδης”, στο “Η μεσοπολεμική πεζογραφία· από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)”, Στ΄, σ. 226-248, Αθήνα, Σοκόλης, 1993.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Συγγραφέας)
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ΄ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η “Μετανάστις” στην εφημερίδα “Νεόλογος”. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του “Οι έμποροι των Εθνών” στην εφημερίδα “Μη χάνεσαι”. Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην “Ακρόπολη” το μυθιστόρημά του “Γυφτοπούλα”, όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ΄ όπου δημοσιεύει τη “Φόνισσα”. Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον “Παρνασσό” η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Δημήτρης Βανέλλης (Διασκευαστής)
Ο Δημήτρης Βανέλλης γεννήθηκε στη Λέσβο και από το 1976 ζει στην Αθήνα. Εργάζεται στη Βιβλιοθήκη της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Από το 1990 γράφει σενάρια για κόμικς για πολλούς Έλληνες δημιουργούς (Δερβενιώτη, Γ. Δημητρίου, Ζαφειράτο, Ζήκο, Ζογλοπίτου, Κυριαζή, Πέτρου, Σόλη κ.ά.), που δημοσιεύονται στη “Βαβέλ”, το “9”, το “Σινεμά” κ.α., αρκετά άρθρα, ενώ τέσσερα άλμπουμ της σειράς “Φανούρης Άπλας” (με συν-σεναριογράφο τον Δ. Καλαϊτζή και σκίτσα του Σπύρου Δερβενιώτη) εκδόθηκαν τη δεκαετία του 1990 από τη Μαμούθ Κόμικς. Έχει γράψει επίσης τα βιβλία “Η μουσική στο κεφάλι μου”, “Ασμόλ”, “Έξω από την Γκρίζα Χώρα” και “Το καλοκαίρι μου έξω από τον Θόλο”. Το 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Τόπος” το άλμπουμ “Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτρά” σε σχέδια του Θανάση Πέτρου.
Θανάσης Πέτρου (Εικονογράφος)
Ο Θανάσης Πέτρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στην Κοινωνιογλωσσολογία. Το 2002 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον 2ο Διαγωνισμό Κόμικς του ένθετου “9” της εφημερίδας “Ελευθεροτυπία” στην κατηγορία των Νέων Ταλέντων. Το 2005 αποφοίτησε από την ΑΚΤΟ (τμήμα Σκίτσο-Κόμικς-Καρτούν). Από το 2004 είναι μόνιμος συνεργάτης του “9”. Κόμικς του έχουν δημοσιευτεί στο “9”, στη “Γαλέρα”, στη “Βαβέλ” και αλλού. Έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις κόμικς (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σερβία, Κίνα, Σαρδηνία, Πολωνία). Το 2008 κυκλοφόρησε η συλλογή κόμικς του με τίτλο “Ο Τυμπανιστής και οι φίλοι” του από τις εκδόσεις “Βιβλιοπέλαγος”. Το 2011 κυκλοφόρησε το “Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά” σε σενάρια Δημήτρη Βανέλλη (εκδόσεις “Τόπος”). Επίσης το 2011 κυκλοφόρησε “Το πτώμα” (σε σενάριο Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού, εκδόσεις “Jemma Press”.